περίοδος

περίοδος
Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με πολλές προτάσεις), είχε γίνει ήδη από τους αρχαίους ‘Ελληνες ρήτορες και βρίσκουμε στον Αριστοτέλη μια σαφή διατύπωσή της. Στους αρχαίους Έλληνες ρήτορες οφείλουμε επίσης τη διάκριση και τον καθορισμό του “περιοδικού ύφους”, δηλαδή του ύφους που αναλύεται σε μια ακολουθία από σύνθετες π. Στον έντεχνο ελληνικό και λατινικό πεζό λόγο, το περισσότερο προτιμώμενο ύφος ήταν το περιοδικό, σε σημείο ώστε το ύφος με π. που αποτελούνται από μία μόνο πρόταση να θεωρείται ως έλλειψη ύφους: ο Αριστοτέλης έλεγε ότι το ύφος αυτό “δεν είναι ευχάριστο εξαιτίας της αοριστίας του”. Στην Καινή Διαθήκη, τόσο στο ελληνικό κείμενό της όσο και στη λατινική μετάφρασή της, όπου η γλώσσα διαμορφώθηκε με πρότυπο τη σημιτική φράση, πιο διαδομένο είναι το υφός με απλές π., που αποτελούνται δηλαδή από μία μόνο πρόταση. Στις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές γλώσσες, από τον 16ο αι., συνδυάστηκαν, αρχικά με ποικίλα αποτελέσματα, η τάση προς το περιοδικό ύφος ή σύνθετες π. και η τάση προς τις απλές π. Γενικά η αγγλική και η γαλλική γλώσσα προσανατολίζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό προς τις απλές π., ενώ γλώσσες όπως η γερμανική και η ιταλική κλίνουν περισσότερο προς το καθαυτό περιοδικό ύφος. Αστρον. - Ένα φαινόμενο, όταν επαναλαμβάνεται κατά τον αυτό ακριβώς τρόπο σε ίσα χρονικά διαστήματα, καλείται περιοδικό και ο σταθερός χρόνος που απαιτείται ώστε το φαινόμενο να επαναληφθεί μια φορά ονομάζεται περίοδος και συμβολίζεται διεθνώς με Τ. Έχουμε έτσι την π. περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της, που είναι 24 ώρες περίπου, ή την π. περιφοράς της Γης γύρω από τον ‘Ηλιο, που είναι περίπου ένα έτος, την π. του εκκρεμούς, την π. μιας κυματοειδούς κίνησης, που είναι ο χρόνος ο απαιτούμενος για να επιστρέψει ένα παλλόμενο σωματίδιο στην αρχική του θέση (ταλαντωτής). Από τον ορισμό της π. προκύπτει ότι η συχνότητα ενός περιοδικού φαινομένου, δηλαδή ο αριθμόςτων επαναλήψεων του φαινομένου σε ένα δευτερόλεπτο, είναι το αντίστροφο της π., δηλαδή ν = 1/Τ.
* * *
(I)
η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πέροδος Α
1. κυκλική περιστροφή τού χρόνου, σταθερό χρονικό διάστημα (α. «θερινή περίοδος», β. «περίοδος εξετάσεων» γ. «ἐν πολλαῑς χρόνου καὶ μακραῑς περιόδους», Πλάτ.)
2. η μηνιαία ρύση τών γυναικών, τα έμμηνα
3. αστρον. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα συμπληρώνει μια πλήρη περιφορά γύρω από το έλκον σώμα
4. γραμμ. τμήμα λόγου το οποίο εκφράζει ένα ολοκληρωμένο νόημα και στον γραπτό λόγο αρχίζει και τελειώνει με τελεία («δεῑ δὲ τὴν περίοδον καὶ τῇ διανοίᾳ τετελειῶσθαι καὶ μή διακόπτεσθαι», Αριστοτ.)
5. μουσ. ενότητα τής μελωδικής οργάνωσης που απαρτίζεται από αριθμό συσχετισμένων μουσικών φράσεων
νεοελλ.
1. γραμμ. α) (κατά τη δομική γλωσσολογία) η μέγιστη ενότητα λόγου που επιδέχεται ανάλυση σε άμεσα συστατικά, χωρίς η ίδια να αποτελεί συστατικό άλλης ευρύτερης ενότητας
β) (κατά τη γενετική μετασχηματιστική) η συντακτική δομή που προκύπτει από τον συνδυασμό τών κανόνων τής βαθύτερης δομής και τών κανόνων μετασχηματισμού
2. γεωλ. μονάδα τού γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
3. μαθημ. ο μικρότερος σταθερός αριθμός που μπορεί να προστεθεί στη μεταβλητή ορισμένων συναρτήσεων έτσι που αυτές να πάρουν πάλι την ίδια τιμή
4. φυσ. α) σταθερό χρονικό διάστημα με σύμβολο Τ, πέραν τού οποίου, κατά την εξέλιξη ενός περιοδικού φαινομένου, ένα φυσικό μέγεθος που συνδέεται άμεσα με αυτό το φαινόμενο επανέρχεται στην ίδια πάντοτε τιμή
β) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο αριθμός τών νετρονίων που υπάρχουν στην καρδιά ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πολλαπλασιάζεται ή διαιρείται με τη βάση τών φυσικών λογαρίθμων e, δηλ. -2,715..., με την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται καμιά ρυθμιστική επέμβαση στον αντιδραστήρα
5. χημ. (στο περιοδικό σύστημα) κάθε οριζόντια σειρά χημικών στοιχείων
6. (σχετικά με νόσο) στάδιο, φάση («ο ασθενής εισήλθε στην κρίσιμη περίοδο»)
7. φρ. α) «βουλευτική περίοδος» — το τετραετές διάστημα κατά το οποίο λειτουργεί η βουλή που έχει προέλθει από τις τελευταίες εκλογές
β) «αστρική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τον Ήλιο, να επανέλθει σε σύνοδο με τον ίδιο αστέρα
γ) «περίοδος μεταβλητού αστέρα»
αστρον. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικά μέγιστα ή ελάχιστα τής λαμπρότητας ενός μεταβλητού αστέρα
δ) «συνοδική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τη Γη, να επανέλθει σε σύνοδο με τον Ήλιο
μσν.-αρχ.
(για λόγο) εκτεταμένη παρουσίαση, αναλυτική διατύπωση
αρχ.
1. δρόμος γύρω από οικοδόμημα ή τοποθεσία
2. περιφέρεια, κύκλος
3. η μεταβίβαση πράγματος από τον ένα στον άλλο, από χέρι σε χέρι
4. ιατρ. καθορισμένη δίαιτα
5: ιατρική επίσκεψη
6. παροξυσμός, κρίση περιοδικής ασθένειας
7. το σερβίρισμα εδεσμάτων κατά σειρά, η περιφορά από τον έναν στον άλλο
8. θεώρηση, προσεκτική εξέταση
9. γεγονός που συμβαίνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα
10. το μέρος από το οποίο εισερχόταν κανείς στον περίβολο τού ναού
11. χρονικό διάστημα που περιλάμβανε και τους τέσσερεις μεγάλους αγώνες, Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια
12. τόπος, χώρα, περιοχή («περίοδος Καρίας», επιγρ.)
13. αγγείο χρησιμοποιούμενο για τη χύτευση σιδήρου
14. αργός περίπατος
15. φρ. α) «γῆς περίοδος» — ιχνογραφική παράσταση τής Γής, γεωγραφικός χάρτης
β) «ἐκ περιόδου» και «ἐν περιόδῳ» — κατά περιόδους, σε σταθερά χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὁδός].
————————
(II)
ὁ, Α
αξιωματικός που έκανε έφοδο στους φρουρούς, που επιθεωρούσε τους φρουρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὁδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… …   Dictionary of Greek

  • ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη …   Dictionary of Greek

  • μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… …   Dictionary of Greek

  • Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”